Στη σημαντική έκθεση Νίκος Εγγονόπουλος o Ορφέας του Υπερρεαλισμού, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζονται περισσότερα από εκατό σαράντα πολύτιμα έργα του μεγάλου υπερρεαλιστή ζωγράφου, δανεισμένα από τις συλλογές του Ιδρύματος Ωνάση, της Alpha Bank, του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών Α. Π. Θ., της Δημοτικής Πινακοθήκης Ρόδου, της Λεβεντείου Πινακοθήκης, καθώς και πολλών ιδιωτικών συλλογών, όπως του Δ. Ν. Π., του κυρίου Κρίτωνα Ιωαννίδη, της κυρίας Ειρήνης Παναγοπούλου, του κυρίου Μπάμπου και της κυρίας Άντζελας Οικονομίδη και του Μ. Μ., που ολοκληρώνουν τη φυσιογνωμία της μεγάλης αυτής έκθεσης.
Κορυφαία έργα όπως Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη, 1949, Αργώ, 1948, Ορφεύς, 1957, Οι Αδιάφθοροι, 1967, Ο ζωγράφος και το μοντέλο του, 1970, Ορφεύς, 1968, Ομηρικό με τον ήρωα, 1938, Ολυμπία, 1970, Ο Μερκούριος Μπούας, 1971, Nico hora ruit, 1939, Συναυλία, 1960, Ο Καβάφης, 1948, Καζανόβας, 1968, Μεσογειακή Μούσα, 1984, Οι αδιάφθοροι, 1967, μεταξύ των άλλων, αποκαλύπτουν το πολυεπίπεδο έργο του.
Συναντήσαμε τον επιμελητή της έκθεσης τον κ. Τάκη Μαυρωτά και μας μίλησε σχετικά.
«O Εγγονόπουλος με λογισμό και όραμα, κινείται από το παρόν στο παρελθόν, από το όνειρο στον μύθο και από την πραγματικότητα στη φαντασίωση. Αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής και ανιδιοτελής απέναντι στη ζωή, αντιμετώπισε με θάρρος τους επικριτές και πολέμιούς του, αντιπαραθέτοντας τη ζωγραφική και την ποίησή του, οι οποίες είναι έντονα συνδεδεμένες με τα όνειρα και τους ονειρικούς μηχανισμούς, με το παράλογο και τη “ζούρλια”, μια λέξη που συχνά χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Αυτό το μυστηριακό σύμπαν εκφράζει τη δική του αλήθεια, έναν απέραντο κόσμο, που αντανακλά το πάθος του για καθετί ωραίο, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στα μεγάλα λάθη. Έτσι, οι μνήμες από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής έγιναν εικόνες και στίχοι με ενάργεια και συναισθηματική ένταση.(…)
Η ζωγραφική για τον Εγγονόπουλο ήταν μια άσκηση πνευματικής ελευθερίας. Δούλευε καθημερινά με μαεστρία, ενίοτε ελαιογραφίες, με τον ίδιο τρόπο που δούλευε την αυγοτέμπερα, χρησιμοποιώντας λιγοστά καθαρά και λαμπερά χρώματα, όπως την ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου ή το ούλτρα μαρίν, το βαθύ πράσινο και το κόκκινο και άλλοτε υδατογραφίες, όπου σε αρκετές από αυτές προσέθετε σινική μελάνη. Ξεκινούσε πάντα με ένα bozzetti, όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, δηλαδή με την απόδοση του οράματός του σε χαρτί, μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένο από υδατοχρώματα και σινική μελάνη, ακόμη και χρωματιστά μολύβια. Στη συνέχεια, προχωρούσε στην ακριβή αποτύπωση του σχεδίου, χρησιμοποιώντας μολύβι ή κάρβουνο ή και τα δύο μαζί. Έτσι, με ακρίβεια, το αποτύπωνε το σχέδιο πάνω στον μουσαμά, το ξύλο ή το χαρτόνι για να ολοκληρώσει, με την επιλογή των χρωμάτων, τους μνημειακούς του πίνακες. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές. Ευθυτενείς, καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Αυτές οι απρόσωπες μορφές μας βυθίζουν στον χρόνο, φέρνοντας μας αντιμέτωπους με μοναχικούς ήρωες ή ερωτικά ζευγάρια, από την μυθολογία και τη λογοτεχνία, την ιστορία και την ποίηση, με αναφορές άλλοτε στον Ορφέα, στην Ευρυδίκη, στον Ερμή, στην Ιώ, στον Ηρακλή, στον Οδυσσέα, στην Καλυψώ, στην Θέτιδα και στον Πηλέα, στον Ιάσωνα, στην Μήδεια και άλλοτε στον Άνθιμο τον Τραλλέα και στον Ισίδωρο τον Μιλήσιο»
Ο Τάκης Μαυρωτάς είναι Διευθυντής Εικαστικού Προγράμματος του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη. Έχει διατελέσει Διευθυντής της Πινακοθήκης Πιερίδη και μέλος των Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης, του Ελληνικού Φεστιβάλ, του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και της Εθνικής Επιτροπής Χορηγιών του Υπουργείου Πολιτισμού. Έχει επιμεληθεί πολλές και σημαντικές εκθέσεις τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Η ζωγραφική για τον Εγγονόπουλο ήταν μια άσκηση πνευματικής ελευθερίας. Δούλευε καθημερινά με μαεστρία, ενίοτε ελαιογραφίες, με τον ίδιο τρόπο που δούλευε την αυγοτέμπερα, χρησιμοποιώντας λιγοστά καθαρά και λαμπερά χρώματα, όπως την ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου ή το ούλτρα μαρίν, το βαθύ πράσινο και το κόκκινο και άλλοτε υδατογραφίες, όπου σε αρκετές από αυτές προσέθετε σινική μελάνη. Ξεκινούσε πάντα με ένα bozzetti, όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, δηλαδή με την απόδοση του οράματός του σε χαρτί, μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένο από υδατοχρώματα και σινική μελάνη, ακόμη και χρωματιστά μολύβια. Στη συνέχεια, προχωρούσε στην ακριβή αποτύπωση του σχεδίου, χρησιμοποιώντας μολύβι ή κάρβουνο ή και τα δύο μαζί. Το σχέδιο, εξάλλου, για το δάσκαλο του, Φώτη Κόντογλου, έπαιξε κυρίαρχο ρόλο για την δημιουργία ενός έργου, όπως και η τήρηση των κανόνων της χρυσής τομής, για κάθε σύνθεση. Έτσι, με ακρίβεια, το αποτύπωνε πάνω στον μουσαμά, το ξύλο ή το χαρτόνι για να ολοκληρώσει, με την επιλογή των χρωμάτων, τους μνημειακούς του πίνακες. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές. Ευθυτενείς, καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Αυτές οι απρόσωπες μορφές μας βυθίζουν στον χρόνο, φέρνοντας μας αντιμέτωπους με μοναχικούς ήρωες ή ερωτικά ζευγάρια, από την μυθολογία και τη λογοτεχνία, την ιστορία και την ποίηση, με αναφορές άλλοτε στον Ορφέα, στην Ευρυδίκη, στον Ερμή, στην Ιώ, στον Ηρακλή, στον Οδυσσέα, στην Καλυψώ, στην Θέτιδα και στον Πηλέα, στον Ιάσωνα, στην Μήδεια και άλλοτε στον Άνθιμο τον Τραλλέα και στον Ισίδωρο τον Μιλήσιο.
Ο Εγγονόπουλος ενσαρκώνει τον εμπνευσμένο Έλληνα καλλιτέχνη του 20ού αιώνα που αντλεί από την πλούσια ιστορική παρακαταθήκη της χώρας μας και παράλληλα βρίσκεται σε διάλογο και αρμονική συμπόρευση με το διεθνές κίνημα του υπερρεαλισμού. Αυτά πράττει ταυτόχρονα με τη χρήση των χαρακτηριστικών στιλπνών φωτεινών επιφανειών, που καλύπτουν, κάτω από το ελληνικό φως, ζωντανές μορφές και απόκοσμα, ταυτόχρονα, όμως, γνώριμα, ελληνικά και γενικότερα ευρωπαϊκά τοπία. Η πνευματώδης προσέγγιση του προσθέτει ένα ακόμα ιδιαίτερο προσωπικό στοιχείο που τα καθιστά διακριτά και αλησμόνητα
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη